- αντίσηκο
- το (Μ ἀντίσηκος, -ον)νεοελλ.το αντίβαρομσν.ισόρροπος, ισοδύναμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + σηκός «βάρος, βαρίδι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντισήκωμα — το (Μ ἀντισήκωμα) [αντισηκώ] χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να εξαγοράσει κάποια υποχρέωση του (π.χ. τη στρατιωτική θητεία) νεοελλ. το αντίσηκο, το αντίβαρο … Dictionary of Greek